Ἰστρίᾳ — Ἰστρίᾱͅ , Ἰστρία Ister fem dat sg (attic doric aeolic) Ἰστρίᾱͅ , Ἰστρίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ίστρια — (σερβοκροατ. Istra). Χερσόνησος (3.885 τ. χλμ.) της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Βρίσκεται ΒΔ της Κροατίας, ΝΔ της Σλοβενίας και εισδύει στην Αδριατική θάλασσα. Η βάση της χερσονήσου, με μικρό πλάτος μεταξύ του κόλπου της Τεργέστης στα ΒΔ και του… … Dictionary of Greek
Δώρα ντ’ Ίστρια — (Dora d’ Istria, Βουκουρέστι 1828 – Φλωρεντία 1868). Φιλολογικό ψευδώνυμο της Ρουμάνας δοκιμιογράφου και διηγηματογράφου Ελένης Γκίκα. Η Δ. ντ’ Ί. ήταν κόρη του πρίγκιπα Μιχαήλ, υπουργού Εσωτερικών της Βλαχίας. Πριν από τον γάμο της με τον… … Dictionary of Greek
Ἰστρίας — Ἰστρίᾱς , Ἰστρία Ister fem acc pl Ἰστρίᾱς , Ἰστρία Ister fem gen sg (attic doric aeolic) Ἰστρίᾱς , Ἰστρίη fem acc pl Ἰστρίᾱς , Ἰστρίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰστρίαν — Ἰστρίᾱν , Ἰστρία Ister fem acc sg (attic doric aeolic) Ἰστρίᾱν , Ἰστρίη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεθνιστής — ίστρια οπαδός τού διεθνισμού … Dictionary of Greek
Ἰστρίην — Ἰστρία Ister fem acc sg (epic ionic) Ἰστρίη fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κινυρίστρια — κινυρίστρια, ἡ (Α) αυτή που παίζει το μουσικό όργανο κινύρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κινύρα + κατάλ. ίστρια (θηλ. τού ιστής) (πρβλ. κιθαρ ίστρια, τυμπαν ίστρια)] … Dictionary of Greek
παγανιστής — (I) ο, θηλ. ίστρια [παγανίζω] κυνηγός που μετέχει σε παγάνα. (II) ο, θηλ. ίστρια 1. οπαδός τού παγανισμού, μη χριστιανός, ενεργό μέλος μιας πολυθεϊστικής κοινότητας, ειδωλολάτρης 2. μτφ. άθρησκος και ηδονιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. paganus… … Dictionary of Greek